ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΩΝ
Η έννοια της επικοινωνίας στο σχολικό περιβάλλον, παρά τη σημασία της, συχνά παραμελείται από την παιδαγωγική πρακτική ή αντιμετωπίζεται με στερεότυπους κανόνες, οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν όλες τις επικοινωνιακές ανάγκες του σχολικού συστήματος. Η επικοινωνία στο σχολείο αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, αφενός γιατί αφορά στις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολλών προσώπων σε διαφορετικούς ρόλους (μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικοί, διευθυντές του σχολείου, προϊστάμενοι εκπαίδευσης, σχολικοί σύμβουλοι, υπουργείο Παιδείας κ.ά.) και αφετέρου γιατί η εκπαιδευτική διαδικασία, σε όλες τις βαθμίδες, αποσκοπεί στην κάλυψη πολλών και διαφορετικών αναγκών και στόχων (μάθηση, ανάπτυξη προσωπικότητας, κοινωνική προσαρμογή κ.ά.). Οι στόχοι αυτοί επηρεάζουν ποικιλοτρόπως την επικοινωνιακή διεργασία, αφού τα παιδιά αλληλεπιδρώντας μέσα στη σχολική τάξη μαθαίνουν πολλά περισσότερα από όσα προβλέπει το αναλυτικό πρόγραμμα.
Στο σχολείο τα παιδιά ασκούνται σε ποικίλες μορφές επικοινωνίας, αφού στο χώρο αυτό ενθαρρύνεται η συνεργασία και η θετική κοινωνική συμπεριφορά και δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα αλληλεπίδρασης και σύναψης φιλικών σχέσεων, ακόμα και με παιδιά διαφορετικών εθνικοτήτων. Το σχολείο θα μπορούσε, λοιπόν, να χαρακτηρισθεί ως ο κατ’ εξοχήν χώρος κοινωνικής ανάπτυξης, όπου τα παιδιά κατακτούν πολύ περισσότερα από τον προβλεπόμενο όγκο γνώσης (. Στο πλαίσιο του σχολείου τα παιδιά γνωρίζουν και υιοθετούν λειτουργικές μορφές συμπεριφοράς και ασκούνται σε θεμελιώδεις κοινωνικές δεξιότητες.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ένα σημαντικό στοιχείο που παραμελείται είναι ότι η επικοινωνία δεν αποτελεί στατικό φαινόμενο. Εξελίσσεται μαζί με το σύστημα, τις ανάγκες του συστήματος, τους ρόλους, την ιεραρχία, το σκοπό. Σε μια ραγδαίως μεταβαλλόμενη κοινωνία είναι αναμενόμενο να αλλάζουν οι σκοποί, αλλά και τα προβλήματα της επικοινωνίας στο σχολικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβλημάτων επικοινωνίας μέσα στο σχολικό πλαίσιο μπορούμε να συναντήσουμε στις σχέσεις εκπαιδευτικών-μαθητών. Είναι γνωστό ότι στην επικοινωνία που διαδραματίζεται στη σχολική τάξη συχνά εμφανίζονται περιστατικά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε ως διαταραχές στην επικοινωνία είτε ως προβλήματα. Ένα ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσον τόσο ο μαθητής όσο και ο δάσκαλος, ορίζουν μια περίσταση ως «πρόβλημα». Μία πρώτη απάντηση είναι ότι ο δάσκαλος, ως ο κυρίαρχος ρόλος στο κοινωνικό σύστημα της σχολικής τάξης, έχει κατά κύριο λόγο και το δικαίωμα να αποφασίζει πότε η τάξη λειτουργεί εύρυθμα και πότε όχι. Οι μαθητές οφείλουν να αφιερώσουν χρόνο και προσπάθεια προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν τι αρέσει ή τι δεν αρέσει, τι δέχεται ή τι δεν δέχεται ο δάσκαλος. Όταν οι μαθητές δυσκολεύονται σ’ αυτήν την αποκρυπτογράφηση, συχνά προκαλούνται συγκρούσεις και ρήγματα στις σχέσεις των δύο, φαινόμενα, όμως, που θεωρούνται αναπόφευκτα στα πλαίσια της ανθρώπινης συμβίωσης. Επιπλέον, επειδή εκτυλίσσονται ως μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης έχουν το δικό τους «συντακτικό», καθώς διαδραματίζονται με συγκεκριμένο τελετουργικό που εμπεριέχει λεκτικούς και μη λεκτικούς συμβολισμούς. Για το σχολείο ειδικότερα οι συγκρούσεις αυτές αποτελούν και χαρακτηριστικό στοιχείο του «κρυφού» αναλυτικού προγράμματος. Για παράδειγμα, ο τρόπος αντιμετώπισης των μαθητών από τους δασκάλους δεν προδιαγράφεται στο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, αλλά επαφίεται κατά κύριο λόγο στην παιδαγωγική αντίληψη του εκπαιδευτικού. Βέβαια η παιδαγωγική αντίληψη του εκπαιδευτικού δεν θα πρέπει να είναι μια σταθερή και αταλάντευτη υποκειμενική θεώρηση, η οποία θα δίνει απαντήσεις μόνο σε θέματα σχετικά με τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού έναντι των μαθητών του, αλλά μια ευέλικτη προσωπική θεωρίαπροσαρμοσμένη στο νέο ρόλο του.).
Επομένως, η αποτελεσματική επικοινωνία στο χώρο του σχολείου προϋποθέτει όχι μόνο την ευαισθητοποίηση, επιμόρφωση και κατάρτιση εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων σε συγκεκριμένες δεξιότητες, αλλά και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των μεταβολών, που υφίσταται το εκπαιδευτικό σύστημα και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, του γονέα, του μαθητή. Μόνο τότε ο καθένας μπορεί να μεταδίδει ξεκάθαρα μηνύματα, συμβατά με το ρόλο του και το ρόλο του άλλου, να δημιουργείται θετικό κλίμα στην τάξη και να υπάρχει η αίσθηση αποδοχής τόσο του εαυτού όσο και των άλλων. Έτσι, αποφεύγονται αντιφάσεις που δημιουργούν σύγχυση και εντάσεις. Οι παραπάνω διαπιστώσεις αποτελούν πολύ χρήσιμο πλαίσιο για το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης, ψυχοκοινωνικής παρέμβασης και
προαγωγής της ψυχικής υγείας στο σχολείο.
κ.Βαρελά, το ενδιαφέρον αυτό θέμα που θίγετε αποτελεί θεματική ενότητα του σεμιναρίου που οργανώνουμε στις 28 & 29 Μαρτίου και για το οποίο θα ενημερωθείτε σύντομα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρατηρώ ότι το θέμα της επικοινωνίας εκπαιδευτικών-μαθητών είναι παραμελημένο στην Ελληνική Επιστημονική κοινότητα (σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία). Το σεμινάριο σας -εν μέρει-θα καλύψει αυτό το κενό
ΑπάντησηΔιαγραφή